Στο πλαίσιο των εκπαιδευτικών εκδηλώσεων που έγιναν προκειμένου να γνωρίσουμε τους ανθρώπους που εξορίστηκαν στο νησί μας, ξεναγηθήκαμε στο Μουσείο Δημοκρατίας του Αη Στράτη. Αφού τελείωσε η σύντομη ξενάγηση, χωριστήκαμε σε ομάδες και αναλάβαμε τις εξής δραστηριότητες:
Οι μαθητές του Γυμνασίου υποδυθήκαμε έναν εξόριστο και αφηγηθήκαμε γραπτώς τη φανταστική μας ιστορία.
Ένας εξόριστος μας διηγείται...
"Κάθομαι τώρα στο ακρογιάλι και σκέπτομαι αυτά που μου έχουν συμβεί τα τελευταία δύο χρόνια. Ήμουν στη Θεσσαλονίκη, φοιτητής Ιατρικής, πεπεισμένος ότι η δημοκρατία μπορεί να σώσει τους Έλληνες από τα βασανιστήρια της δικτατορίας. Είχα πει σε λίγους ότι είμαι δημοκρατικός, κι όμως διέρρευσε. Ένα βράδυ εκεί που καθόμουν στο σπίτι, μπήκαν ορμητικά μέσα δύο όργανα της Ασφάλειας, τα οποία μου πέρασαν χειροπέδες, χωρίς να μου εξηγήσουν. Το επόμενο πρωί βρέθηκα σε ένα πλοίο με προορισμό το στρατόπεδο εξορίστων του Αγίου Ευστρατίου.
Όταν έφτασα, κατάλαβα ότι ήταν ένα απομονωμένο νησί χωρίς επικοινωνία με τον έξω κόσμο. Το λιμάνι ήταν ανύπαρκτο. Έτσι, με βαρκούλες φτάσαμε στην ακτή. Ήμασταν από τους πρώτους εξόριστους που έφτασαν εκεί. Μόλις αποβιβαστήκαμε, καθίσαμε στην ακτή περιμένοντας κάτι, μια αντιμετώπιση από τους κατοίκους του νησιού. Όμως, ξαφνικά άρχισε να βρέχει καταρρακτωδώς, γι' αυτό τρέξαμε να καταφύγουμε στο πρώτο σπίτι που βρήκαμε μπροστά μας. Χτυπήσαμε την πόρτα και μας άνοιξαν δύο μικρά παιδιά. Μόλις μας είδαν βρεγμένους, όπως ήμασταν, τρόμαξαν και φώναξαν τους γονείς τους. Οι γονείς τους μόλις μας είδαν μας έκλεισαν την πόρτα στα μούτρα. Χτυπήσαμε πολλές πόρτες, ώσπου τελικά μας άνοιξε ένας καλοσυνάτος κύριος. Μας υποδέχτηκε στο σπίτι του και μας έδωσε τρόφιμα και σκηνές. Το επόμενο πρωί με το πρώτο φως του ήλιου πήγαμε στην κοιλάδα μαζί με τον αστυφύλακα. Στήσαμε τις σκηνές μας και αρχίσαμε να οργανωνόμαστε τις επόμενες μέρες.
Πέρασαν μερικές μέρες μέχρι που είδαμε ένα καράβι να πλησιάζει το νησί. Ήρθαν κι άλλοι εξόριστοι. Τους βοηθήσαμε να ενταχθούν στην ομάδα μας. Ήρθαν κι άλλοι εξόριστοι. Και έτσι γίναμε μια μεγάλη ομάδα. Όλοι ήμασταν από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα.
Πέρασε ένας χρόνος μέσα στο κρύο και την παγωνιά. Οι αρρώστιες που περάσαμε μας έκαναν ράκος. Όμως μπορέσαμε να βρεθούμε πιο κοντά με τους κατοίκους του νησιού."
Κουτρούλη Δέσποινα (Γ' Γυμνασίου) & Γκέκας Κομνηνός (Β' Γυμνασίου)
"Έτος 1960 Αγησίλαος Μπιρμπίλης
Είμαι από την Κοκκινιά, το επάγγελμά μου είναι εργάτης στα καπνά. ένα βράδυ μπήκαν δυο - τρεις αστυνόμοι στο σπίτι μου, ενώ εγώ κοιμόμουν. Με άρπαξαν και με πήγαν στα κρατητήρια μαζί με άλλους φυλακισμένους. Τα ξημερώματα πήγαμε με τη βία μέσα σ' ένα βαπόρι. Εκεί ήταν σκοτεινά και υγρά. Μετά από δύο μέρες, φτάσαμε σ' ένα νησί, τον Άγιο Ευστράτιο.
Οι κάτοικοι του νησιού στην αρχή μας κοίταζαν περίεργα ή μας γύριζαν την πλάτη. Δεν είχαμε σπίτια να μείνουμε. Με τον καιρό φτιάξαμε σκηνές, για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε. Ο αέρας κάποιες φορές ήταν πολύ δυνατός, έμπαινε μέσα και το κρύο γινόταν τσουχτερό. Μια μέρα έγινε μεγάλη πλημμύρα και παρασύρθηκαν όλα τα πράγματά μας στη θάλασσα. Όλοι μας ανεβήκαμε πάνω στα δέντρα για να σωθούμε. Δύο ανήμποροι εξόριστοι πνίγηκαν.
Ο στρατός μας συμπεριφερόταν πολύ σκληρά. Τα βασανιστήρια ήταν συχνά. Κάποιοι από τα πολλά βάσανα τρελαινόντουσαν. Εκτός από την άσχημη ζωή, υπήρχαν και καλά πράγματα. Εκείνο τον καιρό αυτό που δεν υπήρχε στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις ήτανη διασκέδαση. Την άνοιξη στον Άγιο Ευστράτιο ο Μανώλης Κατράκης οργάνωνε θεατρικές παραστάσεις. άλλες φορές οργάνωναν χορούς παραδοσιακούς.
Με τον πάροδο του χρόνου οι κάτοικοι μας συνήθισαν και κάποιες φορές μας βοηθούσαν. Όλοι οι εξόριστοι ενωθήκαμε και φτιάξαμε το στρατόπεδο των εξορίστων. το φαγητό μας ή το καλλιεργούσαμε οι ίδιοι ή βοηθούσαμε τους κατοίκους του νησιού και βγάζαμε το ψωμί μας. Υπήρχαν αρκετοί άρρωστοι αλλά επειδή εκείνον τον καιρό δεν υπήρχαν γιατροί, κάποιοι πέθαιναν και άλλοι γινόντουσαν μόνοι τους καλά και ζούσαν."
Βλαστός Νίκος (Γ' Γυμνασίου), Κουτρούλης Δημήτρης (Β' Γυμνασίου) & Πετεινάρια Μαγδαληνή (Β' Γυμνασίου)
Οι μαθητές του Λυκείου διαβάσαμε τα κείμενα που ακολουθούν και περιγράψαμε το κλίμα της εποχής, όπως προκύπτει από αυτά.
Τα πρώτα κείμενα είναι 4 γράμματα που έστειλε ο Γιάννης Ρίτσος στην αδερφή του κατά τη διάρκεια της εξορίας του στο νησί.
17.2.1950
Αγαπημένη μου αδερφούλα
Προχθές πήρα το γράμμα σου και την επιταγή. Σ' ευχαριστώ Λουλίτσα μου. Μου γράφεις να σου λέω τί χρειάζομαι. Μα απ' τη μια μεριά σ' έχω τόσο πολύ κουράσει, κι απ' την άλλη εσύ μαντεύεις και προλαβαίνεις κάθε επιθυμία μου, που δεν μπορώ πια να σου ζητήσω τίποτα. Ωστόσο, να πάλι που θα σε βάλω σε μπελάδες: θά 'θελα δύο μολύβια μαύρα "Φάμπερ", Νο 2, κι αν έχει ο Βασίλης κανένα παλιό στυλό γιατί έχασα το δικό μου.
Είμαι καλά. Σου γράφω σε ένα απάγγειο στην ακρογιαλιά και το κύμα πιτσιλάει το χαρτί.
Όμορφη μέρα. Λιακάδα.
Σε φιλώ σένα και τα πιαδιά σου και το Βασίλη.
Γιάννης
13.9.1950
Λουλίτσα - είναι νύχτα - είμαι ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου - διαβάζω - τί ησυχία - όλοι κοιμούνται - τίποτα δεν ακούγεται - μια πεταλούδα στριφογυρνάει γύρω στη λάμπα μου - θυμάμαι τα παιδικά μας χρόνια - ναι, τούτος ο φτερωτός νυχτερινός επισκέπτης τόσα μου θυμίζει - ό,τι κι αν θυμηθώ παντού η αδελφούλα μου - ω να της γράψω, λέω, δύο λογάκια της μανούλας μου, έτσι μια μικρή καληνύχτα, σιγανά - σιγανά μην την ξυπνήσω - κ' είναι κουρασμένη η αδελφούλα μου, κ' είναι λιγάκι κρυωμένη - να, σιγά - σιγά - περπατάω στις μύτες - ησυχία. Ναι, είμαι γω - ήρθα μια στιγμούλα να σε δω, να σε φιλήσω στο μέτωπο - καληνύχτα αδελφούλα, καληνύχτα. Εγώ; - θα διαβάσω λίγο ακόμη - όχι δεν είναι αργά - μη φοβάσαι - δεν κουράζονται τα μάτια μου.
Καληνύχτα. Σε φιλώ στο μέτωπο - σένα και τα παιδάκια σου, το Βασίλη.
Καληνύχτα σας, παιδάκια μου αγαπημένα μου.
Γιάννης
2.5.1951
Αδελφούλα - ματάκια μου - μοσκοβολάει το καμαράκι μου όλο από σένα - είναι γιομάτο απ' τη στοργή σου - να έδώ το μπουκαλάκι κι η κολώνια που κράτουσες στα χεράκια σου - εδώ η ταμπακιέρα του Βασίλη μας - εδώ, νάτο, το πουλοβεράκι που ξήλωνες μουναχούλα σου - να και τα μαξιλαράκια που σε βρήκα να φιλάς λίγο πριν μου φύγεις - κ' η πολυθρόνα που καθόσουνα - και το κύπελλο όπου έγραψες το χρυσό ονοματάκι - όλα, όλα μοσκοβολάνε, όλα ανασαίνουν την αγάπη σου - κ' είμαι χαρούμενος, αδελφούλα - μην κοιτάς που κλαίω - είναι απ' τη χαρά μου.
Φιλιά, φιλιά και στα παιδιά και στο Βασίλη.
Α, πόσο σ' αγαπάω.
Καλημέρα, αδελφούλα.
Γιάννης
1.2.1952
Λουλίτσα μου - ήρθ κι ο Φλεβάρης - θα φύγει κι αυτός - περνάν οι μήνες, τα χρόνια - σκέψου: Τριάμιση χρόνια είμαι μακριιά σου - φεύγει ο καιρός, αδελφούλα, μα η αγάπη μας μένει - και σα γεράσουμε ακόμα η αγάπη μας θά 'ναι πιο νέα και τα τραγούδια μας που θα μιλούν για την αγάπη μας θά 'ναι πιο νέα και τα τραγούδια μας που θα μιλούν για την αγάπη δε θα γεράσουνε ποτέ. Είναι όμορφο τούτο το αβασίλευτο φως που τυλίγει τη ζωή μας - έτσι να ξέρουμε πως μέσα σ' όλες τις εποχές ένα δέντρο μένει πάντα ανθισμένο πάνω από τόσα ξερά φύλλα και τόσους ξύλινους σταυρούς. Τούτο το φως που συντηρεί τη ζωή και την ποίηση.
Φιλιά
Γιάννης
Το τελευταίο κείμενο περιλαμβάνει αποσπάσματα από μαρτυρίες του Γιώργου Φαρσακίδη για τους τόπους στους οποίους εξορίστηκε.
"Μετά τον πηγαιμό μας στη Γυάρο φούντωσε η χειροτεχνική μας δραστηριότητα. Στα πρώτα "απαγορεύεται" της Διοίκησης συμπεριλαμβάνονται και "οιαδήποτε αιχμηρά αντικείμενα". Έτσι, τα πρώτα μαχαίρια και σκαλιστικά εργαλεία υπήρξαν κάποια σιδερικά και κουτάλια ακονισμένα. Στη Γυάρο είχα μπάσει παράνομα πυρογράφο και τον δούλεψα συνδυάζοντας πυρογραφία και χρώμα. Το χρώμα με βάση τη ζάχαρη, πατιναρισμένο με τη φωτιά, μπαίνοντας στους πόρους του ξύλου έδινε ένα ενδιαφέρον αποτέλεσμα. Η πρώτη μας ύλη από καυσόξυλα, κασόνια και τελάρα λαχανικών. Αλλά και οι πέτρες και τα βότσαλα του γιαλού δουλεύτηκαν με επιτυχία από τη Βάση Κατράκη, το Γιάννη Ρίτσο, τον Κυριάκο Τσακίρη και άλλους αργότερα.
[...] Το στρατόπεδο στο Λακκί, περισσότερο απ' οποιονδήποτε χώρο κρατουμένων επί Χούντας, γνώρισε έναν εντυπωσιακό μορφωτικό - πολιτιστικό οργασμό, κάτι που μετέτρεψε την παθητική προσμονή σε συνθήκες ερμητικής απομόνωσης, σε πρώτη γραμμή του μετώπου.
[...] Οι πιο πολλοί φυλακισμένοι έγιναν οπαδοί της πυρυογραφίας και σ' αυτό βοήθησαν πολύ οι αυτοσχέδιοι πυρογράφοι που μαστορεύαμε, που ήταν πιο φτηνοί και πιο εύχρηστοι. Το ίδιο και το μηχανάκι που επινοήθηκε για να ξανατυλίγουμε το σύρμα της αντίστασης στις πυροκεφαλές που καίγονταν. Με τις μεταγωγές η πυρογραφία πέρασε στο Παρθένι και το στρατόπεδο του Ωρωπού και υπολογίζω πως ίσως πάνω από εκατό άτομα είχαν ασχοληθεί με την πυρογραφία ή είχαν αποκτήσει πυρογράφους στρατοπεδικής κατασκευής.
[...] Η χειροτεχνική δραστηριότητα διατηρήθηκε στη Μακρόνησο, έως τη μεταφορά μας στα Στρατιωτικά Τάγματα, σαν συνέχεια μιας δημιουργημένης παράδοσης. Αργότερα πια, οι συνθήκες δεν άφηναν περιθώρια για όποια δημιουργική μας επίδοση. Έτσι, όλα τα χειροτεχνήματα κι ό,τι σχεδίασα και δεν πρόλαβα να τα στείλω παράνομα έξω, χάθηκαν μαζί μετα περισσότερα από τα προσωπικά μας είδη.
[...] Ακολούθησε ο Αη Στράτης. Εκεί οι συνθήκες ήταν κάπως καλύτερες από εκείνες της Μακρονήσου. Δε σε σκοτώνανε, δε σε βασάνιζαν, αλλά υπήρχε η πολύχρονη κράτηση. Όλη τη δεκαετία του '50 ήμουν εκεί. Στο στρατόπεδο των πολιτικών εξορίστων του Αη Στράτη, ο δάσκαλος, που μας μύησε στην τεχνική της ξυλογραφίας, στάθηκε ο ζωγράφος - χαράκτης Χρήστος Δαγκλής.
[...] Όσον αφορά στη θεματογραφία και στο περιεχόμενο των χαρακτικών, όπως ήταν επόμενο, μας το υπαγόρευαν τα ίδια τα βιώματα και οι πολλαπλές ανάγκες.
[...] Στη δεκαετία του '50, στο στρατόπεδο του Αη Στράτη, με τη συμπαράσταση των πνευματικών μας ανθρώπων, θα ανεβάσουμε το μορφωτικό μας επίπεδο. Θα μάθω πως τον καιρό του Ομήρου, το καλό και το ωφέλιμο ήταν ταυτόσημα του ωραίου και ότι ο ανώνυμος τοιχογράφος της Αλταμίρα, ζωγραφίζοντας τα ανεπανάληπτα σε ομορφιά και κίνηση ζώα, δεν αποσκοπούσε παρά να μεταδώσει την πείρα του κυνηγού στους νεότερους. Διάβασα για το ότι ο Αϊζενστάιν, γυρίζοντας τον "Αλέξανδρο Νέφσκι", παραμερίζοντας αισθητικούς πειραματισμούς, δάγκωνε τις γροθιές του, που δεν ήταν έτοιμη η ταινία για να την "πετάξει σα χειροβομβίδα ενάντια στον εχθρό".
[...] Και εμείς, δουλεύοντας σε συνθήκες αντίξοες τα σκηνικά του στρατοπεδικού μας θεάτρου, αντλούσαμε κουράγιο από την αίσθηση των στιγμών της χαράς που θα δίναμε στους ταλαιπωρημένους από την πολύχρονη κράτηση, συνεξόριστους. Και ένα επιφώνημα θαυμασμού με το άνοιγμα της αυλαίας, η μόνη και ανεκτίμητη ανταμοιβή μας. Στον Αη Στράτη κάναμε και ζωγραφική, μάλιστα, είχαμε και σχολή μοντέλου... Ζωγραφίζαμε, χαράζαμε, τυπώναμε κάρτες και επί χούντας, αργότερα, στη Γυάρο και τη Λέρο. Να μάθουν οι έξω ότι ζούμε και κρατάμε άπαρτο ο αγωνιστικό μας χαράκωμα.
[...] Στον Αη Στράτη υπήρχε πολλή αρρώστια μετά τα βασανιστήρια της Μακρονήσου. Όλοι, κάναμε φοβερή οικονομία. Στέλνοντας κάρτες δηλώναμε ότι ζούμε, ότι αντιστεκόμαστε. Οι κάρτες θα ήταν μια επαφή, θα είχαμε μια συμπαράσταση από τις οικογένειές μας και τον περίγυρο. Τα βάλαμε κάτω. Χαρτιά, πινέλα, χρώματα, δραχμές, διακόσιες είκοσι. Κινήσαμε, λοιπόν, να βρούμε το γραμματέα της Ομάδας, να μοιραστούμε μαζί οτυ τη χαρά της ανακάλυψης, να μας δώσει χρήματα. Ο μπάρμπα Χρήστος, ο γραμματέας μας, άθρωπος θετικός, υπεύθυνος με πολύπλευρη πείρα. Οργανωτικός προπολεμικά ακόμη, στον Αη Στράτη με τον Γληνό και τον Βάρναλη. Τότε αυτός σκεφτόταν, πώς θα έκοβε χρήματα για να αγοράσουμε πινελάκια. Όμως, όπως και αν τα υπολόγιζε, λεφτά για πινελάκια δεν μπορούσε να μας δώσει. Ήταν μεγάλη πολυτέλεια. Ο σωτήρας άγγελός μας βρέθηκε στο πρόσωπο του Γιάννη Ρίτσου. Συμπλήρωσε το ποσό από την τσέπη του και σε λίγο οι πρώτες χειροποίητες κάρτες γίναν ανάρπαστες. Η πρόβλεψή μας διακιώθηκε πανηγυρικά, με την ανταπόκριση από τα έξω και τη σημαντική οικονομική ενίσχυση της Ομάδας."
Περιγράφοντας τα χρόνια της εξορίας...
"Κατά την περίοδο της χούντας δεν υπήρχαν τα βασικά αγαθά και οι εξόριστοι έπαιρναν από τους δικούς τους ανθρώπους χρήματα και ό, τι άλλο χρειάζονταν. Οι εξόριστοι ένιωθαν μοναξιά και είχαν την επιθυμία να γυρίσουν στους δικούς τους ανθρώπους. Στα πλαίσια της ένταξής τους οι εκτοπισμένοι έφτιαχναν όλα τα απαραίτητα σύνεργά τους, όπως μαχαίρια, εργαλεία, χρώματα και ό,τι άλλο είχαν ανάγκη.
Στον Αη Στράτη οι εξόριστοι δεν υφίστανται τα βασανιστήρια και τις κακουχίες της Μακρονήσου. Οι εξόριστοι με τη συμπαράσταση των πνευματικών τους ανθρώπων μπορούσαν να ανεβάσουν το μορφωτικό τους επίπεδο. Ακόμη, οι εκτοπισμένοι είχαν κατασκευάσει δικό τους θέατρο, είχαν σχολή ζωγραφικής που ζωγράφιζαν, τύπωναν κάρτες και τις έστελναν στους συνεξόριστους της Μακρονήσου και της Λέρου, δηλώνοντας την αντίστασή τους στο καθεστώς. Επίσης, αυτές τις κάρτες τις πολούσαν και έβγαζαν τα προς το ζην."
Γιάννος Νίκος (Β' Λυκείου) & Ζέρβας Αγαπητός (Β' Λυκείου)
"Οι εξόριστοι κατά τη δεκαετία του '50 δεχόντουσαν βασανιστήρια και φυλακίσεις καθώς τους καλούσαν να ομολογήσουν το λόγο για τον οποία εξορίστηκαν ενώ αυτοί αντιστεκόντουσαν σθεναρά. η μετακίνησή τους από το ένα νησί εξορίας στο άλλο γινόταν συνέχεια, καθιστώντας τις συνθήκες διαβίωσης βασανιστικά δύσκολες. Επίσης, η έλλειψη πόσιμου νερού, τροφής και άλλων υλικών έκαναν πολύ πιο ανυπόφορη την καθημερινότητά τους.
Οι εξόριστοι που ήταν στον Αη Στράτη είχαν πολλές ασχολίες. Μερικές από αυτές ήταν: ζωγραφική, ξυλουργική και μια σχολή μπαλέτου. Ζωγράφιζαν, χάραζαν και τύπωναν κάρτες επί Χούντας. Ο Αη Στράτης είχε πιο ευνοϊκές συνθήκες από τη Μακρόνησο. Οι εξόριστοι έστελναν κάρτες και γράμματα στους αγαπημένους τους και δήλωναν πως ζουν και ότι αντιστέκονταν. Οι κάρτες χρησίμευαν ως επαφή με τα αγαπημένα τους πρόσωπα."
Ζέρβας Σπύρος (Γ' Λυκείου) & Προβατά Βιβή (Α' Λυκείου)
2 σχόλια:
min moy peite oti ta gra4ate ola ayta sto xeriiiiiiiiii?????!!
Εννοείται! Γι' αυτό αν προσέξεις έχει και κάτι ψιλολαθάκια πληκτρολόγησης (αναγραμματισμούς)!
Δημοσίευση σχολίου